-
1 κατερέω
κατερέω, [dialect] Att. [full] κατερῶ, serving as [tense] fut. of [tense] aor. κατεῖπον: [tense] pf. κατείρηκα: —A speak against, accuse, τινος X.Cyr.1.4.8;τινὸς πρός τινα Pl.R. 595b
;τινὸς ἐναντίον τινός Id.Thg. 125a
.2 c. acc., denounce,τινὰ πρός τινα Hdt.3.71
: abs.,κατερῶ Ἀθηναίοισι IG12.39.25
.II declare, πόθεν .. Pi.Pae.6.129; tell plainly,κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη Hdt.5.92
.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.Nu. 518
, cf. E.Med. 1106(anap.); :—[voice] Pass., κατειρήσεται shall be declared, Hdt.6.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατερέω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский